- τράγοι
- τράγοςhe-goatmasc nom/voc plτράγοῑ , τράγωpres opt act 3rd sgτράγοῑ , τρώγωgnawaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CILICICIUM — vestis gehus ex hircorum sive caprarum pilis contextum, quae tonsura quod primum in Cilicia instituta, facta inde appellatio est, ut Varro auctor est, l. 2. de R. R. in fine. Usus eorum potissimum in castris, item in navibus. Quo illud virgilii… … Hofmann J. Lexicon universale
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Трагедия — (греч.) драматическое произведение, изображающее такого рода страдания героя, в которых проявляются элементы возвышенного, и притом нравственно возвышенного. Т. ведет свое происхождение из Греции, где она развилась из лирической поэзии или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Drama [1] — Drama (griech., »Handlung«), diejenige Gattung der Poesie, in der das dramatische Element (s. Dramatisch) herrscht, in der also der Dichter nicht selbst das Wort führt, sondern die Gestalten seiner Phantasie redend und handelnd einführt und durch … Meyers Großes Konversations-Lexikon
καλοθέλιο — το [καλοθέλω] 1. καλή διάθεση, ευμένεια, συμπάθεια, συμπόνια («με καλοθέλιο και μ ευκή δε χορταίνουν νηστικοί», παροιμ.) 2. συν. στον πληθ. τα καλοθέλια επίμονη προσπάθεια, ζήλος για κάποιο έργο, προθυμία («στα καλοθέλια τού βοσκού κι οι τράγοι… … Dictionary of Greek
πριτσίλα — και ιδιωμ. τ. πρατσίλα και πρατίλα και πουρτσίλα, η, Ν 1. χαρακτηριστική μυρωδιά που αναδίδεται από τα πρόβατα, προβατίλα 2. η μυρωδιά που αναδίδουν τα αρσενικά πρόβατα και οι τράγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρατσίλα ή πρατίλα (< πράτα < πρόατα <… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Λουπερκάλια — (Lupercalia). Γιορτή των Ρωμαίων, κατά την αρχαιότητα. Γινόταν προς τιμήν του θεού Φαύνου, ο οποίος ονομαζόταν και Λουπερκάλιος, ως προστάτης των κοπαδιών και διώκτης των λύκων. Στη γιορτή αυτή θυσιάζονταν τράγοι· δύο κορίτσια άλειφαν το μέτωπό… … Dictionary of Greek
γίδι — το 1. το μικρό της γίδας, το κατσικάκι. 2. στον πληθ., γίδια κατσίκες και τράγοι: Οδήγησε τα γίδια στο μαντρί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)